- νομιναλιστικός
- -ή, -ό [νομιναλιστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομιναλισμό ή στον νομιναλιστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομιναλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νομιναλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονοματοκρατικός — ή, ό [ονοματοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματοκρατία, νομιναλιστικός … Dictionary of Greek